- κατεπείρασεν
- κατεπείρᾱσεν , κατά , ἐπί-εἰρέωsayaor ind act 3rd sg (attic)κατεπείρᾱσεν , κατά-πειράωattemptaor ind act 3rd sg (attic)κατεπείρᾱσεν , κατά-πειράωattemptaor ind act 3rd sg (doric aeolic)κατά-πειράζωmake proofaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.